Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η παράλυση

  • 1 παράλυση

    [паралиси] ουσ. Θ.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > παράλυση

  • 2 паралич

    α.
    παράλυση•

    паралич мышц лица παράλυση των μυών του προσώπου•

    быть в -έ είμαι παράλυτος•

    быть разбитым -ом πέφτω παράλυτος•

    он разбит -ом τον χτύπησε παράλυση.

    || μτφ. χαλάρωση, εξασθένηση•

    полный -πλήρης χαλάρωση, σμπαράλιασμα.

    Большой русско-греческий словарь > паралич

  • 3 паралич

    паралич м η παράλυση
    * * *
    м
    η παράλυση

    Русско-греческий словарь > паралич

  • 4 отнять

    -ниму, -нимешь κ. (παλ. κ. απλ.) отныму, отнимешь (κλίση από το ρ. отьять) ; παρλθ. χρ. отнял
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отнят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. αφαιρώ, αποσπώ αρπάζω. || ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι υπεξαιρώ.
    2. παίρνω, τραβώ, αν.αμερίζω.
    3. (ιατρ,)- ακρωτηριάζω, αποκόπτω•

    отнять руку κόβω το χέρι.

    4. μτφ. στερώ•

    двадцать лет жизни он отнял у меня αυτός μου έφαγε (έκοψε) είκοσι χρόνια ζωή•

    эта работа у меня -ла много времени αυτή η δουλειά μού φάγε πολύ χρόνο.

    5. (μαθ.) αφαιρώ•
    αφαιρέσομε πέντε.
    εκφρ.
    отнять от груди – αποθηλάζω•
    нельзя отнять – δεν πρέπει να αρνηθείς ή να μή παραδεχτείς (κάτι που ενυπάρχει).
    παραλύω, παθαίνω παράλυση•

    у бабушки -лись ноги η γιαγιά έπαθε παράλυση των ποδιών.

    || μουδιάζω ακινητώ.

    Большой русско-греческий словарь > отнять

  • 5 парализация

    θ.
    παραλυσία, παράλυση•

    парализация левой руки παράλυση του αριστερού χεριού.

    Большой русско-греческий словарь > парализация

  • 6 парализовать

    -зую, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. парализованный, βρ: -ван, -а, -о;
    ρ.δ.κ.σ.μ.
    1. παραλύω, ακινητοποιώ•

    у него -а нога αυτός έπαθε παράλυση του ποδιού.

    2. μτφ. σμπαραλιάζω, εξαρθρώνω•

    парализовать силы противника σμπαραλιάζω τις δυνάμεις του εχθρού.

    παραλύω, παθαίνω παράλυση.

    Большой русско-греческий словарь > парализовать

  • 7 прихватить

    ρ.σ.μ.
    1. πιάνω, συλλαμβάνω δυνατά, σφιχτά. || συγκρατώ, δένω προσωρινά.
    2. παίρνω μαζί μου•

    прихватить зонт на случай додця παίρνω μαζί μου την ομπρέλα σε περίπτωση βροχής.

    || παίρνω•

    надо бы денег прихватить в долг πρέπει να πάρω δανεικά χρήματα.

    || παίρνω παραπάνω.
    3. παγώνω λίγο, βλάπτω, χαλνώ•

    мороз -ил цветы ο πάγος έβλαψε τα λουλούδια•

    цветы -ло утренником (απρόσ.) τα λουλούδια τα πείραξε ο πάγος κατά το πρωί.

    4. αρρωσταίνω ξαφνικά με χτυπά•

    паралицом его -ло τον χτύπησε παράλυση, έπαθε παράλυση.

    Большой русско-греческий словарь > прихватить

  • 8 ударить

    -рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ударенный, βρ: -рен, -а, -о
    ρ.σ.
    1. χτυπώ•

    ударить кулаком по столу χτυπώ τη γροθιά πάνωστο τραπέζι•

    ударить по липу χτυπώ στο πρόσωπο•

    ударить палкой χτυπώ με τη μαγκούρα•

    ударить в грудь χτυπώ στο στήθος•

    ударить огнивом πριοβολίζω.

    || μτφ. εισδύω, μπαίνω•

    лучи солнца -ли в нашу комнату οι ακτίνες του ήλιου μπήκαν στο δωμάτιο.

    || μτφ. πλήττω•

    мне вино сразу ударитьло в голову εμένα το κρασί αμέσως με χτύπησεστο κεφάλι.

    2. κρούω•

    ударить в колокол χτυπώ την καμπάνα•

    ударить в ладоши χτυπώ τα παλαμάκια•

    ударить тревогу σημαίνω (βαρώ) συναγερμό•

    -ло четыре часа χτύπησε τέσσερις η ώρα.

    3. πυροβολώ•

    он -ил бекаса и промахнулся αυτός πυροβόλησε τη μπεκάτσα και δεν την πέτυχε.

    4. επιτίθεμαι ορμητικά και ξαφνικά•

    ударить врага со всех сторон χτυπώ αιφνιδιαστικά τον εχθρόαπ όλες τις μεριές (από παντού).

    || μτφ. αγωνίζομαι κατά τίνος•

    ударить по бюрократизму χτυπώ το γράφε ιοκρατισμό.

    || μτφ. αρχίζω δραστήρια να κάνω κάτι.
    5. (για φυσικά φαινόμενα)• επέρχομαι ξαφνικά•

    к утру -ил ливень κατά το πρωί έρριξε απότομα ραγδαία βροχή•

    -ла гроза έπεσε κεραυνός•

    -ил сильный мороз έπεσε δυνατό κρύο.

    || το ρίχνω•

    ударить по водке το ρίχνω στη βότκα (πίνω συχνά βότκα).

    6. πλήττω•

    его -ил паралич τον χτύπησε παράλυση (έπαθε παράλυση).

    || κατέχομαι, με πιάνει•

    от жары его -ил пот από τη ζέστη έτρεξε ιδρώτας.

    7. τονίζω, υπογραμμίζω.
    εκφρ.
    ударить во все колокола – διακουδουνίζω, διατυμπανίζω, διαθρυλώ, διαλαλώ•
    ударить по карману – βλάπτω, ζημιώνω οικονομικά.
    1. χτυπώ, χτυπιέμαιπροσκρούοντας. || μωλωπίζομαι.
    2. επιπίπτω•

    камень -ился в окно η πέτρα χτύπησε στο παράθυρο.

    3. παραδίδομαι-
    επιδίδομαι• το ρίχνω•

    ударить воспоминаниями παραδίδομαι στις αναμνήσεις•

    ударить в распутство το ρίχνω στον εκφυλισμό•

    ударить в спорт επιδίδομαι στον αθλητισμό.

    4. (με τις λ. «бегство», «бежать») τρέχω ολοταχώς.
    εκφρ.
    ударить об заклад – στοιχηματίζω.

    Большой русско-греческий словарь > ударить

  • 9 парализация

    η παράλυση.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > парализация

  • 10 паралич

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > паралич

  • 11 парапарез

    мед. η παράλυση των άκρων, η παραπάρεση.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > парапарез

  • 12 паралич

    паралич
    м ἡ παράλυση [-ις]:
    разбитый \параличом παράλυτος.

    Русско-новогреческий словарь > паралич

  • 13 прогрессйвный

    прогресс||йвный
    прил
    1. (возрастающий) προδευτικός, ἀΰξων:
    \прогрессйвныйи́вный налог ἡ προοδευτική φορολογία·
    2. (передовой) προοδευτικός:
    \прогрессйвныййвное движение ἡ προοδευτική κίνηση· \прогрессйвныййв-ный метод ἡ προοδευτική μέθοδος· ◊ \прогрессйвныййвный паралич ἡ προϊοῦσα παράλυση.

    Русско-новогреческий словарь > прогрессйвный

  • 14 разбивать

    разбивать
    несов
    1. σπάνω, σπάζω, συντρίβω/ κομματιάζω (дробить):
    \разбивать вдребезги κάνω θρύψαλα, θρυμματίζω· \разбивать голову σπάζω τό κεφάλι·
    2. перен συντρίβω, τσακίζω, καταστρέφω:
    \разбивать чье-л. счастье καταστρέφω τήν εὐτυχία κάποιου· \разбивать надежды γκρεμίζω τίς ἐλπίδες·
    3. (побеждать) τσακίζω, κατατροπώνω:
    \разбивать на голову врага τσακίζω (или κατατροπώνω) τόν ἐχθρό·
    4. (опровергать) ἀναιρώ, ἀνατρέπω:
    \разбивать доводы противника ἀνατρέπω τά ἐπιχειρήματα τοῦ ἀντιπάλου·
    5. (разделять) χωρίζω/ ἀναλύω (расчленять):
    \разбивать на слоги χωρίζω σέ συλλαβές·
    6. (лагерь и т. ἡ.) στήνω:
    \разбивать палатку στήνω σκηνή·
    7. (размечать, распланировывать) χαράζω, σχεδιάζω:
    \разбивать аллею χαράζω δενδροστοιχία[ν]· \разбивать по́ле на участки χωρίζω τό χωράφι σέ τμήματα· ◊ \разбивать в пух и прах κάνω σκόνη· быть разбитым параличом παθαίνω παράλυση.

    Русско-новогреческий словарь > разбивать

  • 15 кондрашка

    α. στην έκφραση: кондрашка хватил ή стукнул, пришиб κ.τ.τ.
    (απλ.) έπαθε αποπληξία, παράλυση.

    Большой русско-греческий словарь > кондрашка

  • 16 парализование

    ουδ.
    παράλυση.

    Большой русско-греческий словарь > парализование

  • 17 разбить

    разобью, разобьшь, προστκ. разбей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разбитый, βρ: -бит, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σπάζω, θραύω, τσακίζω•

    разбить камень σπάζω πέτρα•

    разбить тарелку σπάζω πιάτο•

    в дребезги θρυμματίζω, κάνω κομμάτια.

    || μτφ. προξενώ μεγάλο άλγος•

    разбить сердце, душу συντρίβω την καρδιά, την ψυχή.

    || μτφ. χαλνώ, χαντακώνω, καταστρέφω.
    2. χτυπώ δυνατά•

    разбить голову σπάζω το κεφάλι•

    разбить нос в кровь χτυπώ δυνατά στη μύτη μέχρι αίμα.

    3. χαλνώ, αχρηστεύω. || κουνώ, τραντάζω.
    4. νικώ κατά κράτος, κατανικώ, συντρίβω. || καταπολεμώ, ανατρέπω (για επιχειρήματα, γνώμες κ.τ.τ.).
    5. χωρίζω, διαμελίζω• κατατεμαχίζω, κατατέμνω, κατακομματ ιάζω. || κατανέμω, διαμοιράζω, χωρίζω• διανέμω•

    нас -ли на четыре отряда μας κατένειμαν σε τέσσερα τμήματα.

    || αλλάζω, κάνω ψιλά, λιανά, -νώματα• χαλνώ•

    -ейте мне десять рублей αλλάξτε μου δεηα ρούβλια.

    || χωρίζω, διαζευγνύω (αντρόγυνο κ.τ.τ.).
    6. χαράσσω, σχεδιάζω, οροθετώ, βάζω όρια, σημάδια (για δρόμο, φύτευση κ.τ.τ.).
    7. στήνω, εγκατασταινω• μπήγω (για αντίσκηνα, κατασκήνωση κ.τ.τ.).
    8. χωρίζω με διαστήματα.
    9. χτυπώ, πλατύνω, σφυρηλατώ, σφυροκοπώ.
    10. (ιατρ.) προσβάλλω•

    отец был разбит парали-цом ο πατέρας έπαθε παράλυση.

    1. θραύομαι, σπάζω, τσακίζομαι• θλώμαι•

    стакан упал и разбился το ποτήρι έπεσε και έσπασε•

    разбить в дребезги καταθρυμματιζομαι, γίνομαι θρύψαλα, συντρίβομαι.

    2. μτφ. καταστρέφομαι•

    жизнь -лась η ζωή έγινα συντρίμμια.

    3. χτυπώ δυνατά, καταχτυπιέμαι•

    упал с лошади и -лся έπεσε από το άλογο και καταχτυπήθηκε.

    4. χαλνώ, αχρηστεύομαι, ζεχαρβαλιάζω (από τα τραντάγματα)•

    телега в дороге -лась το αμάξι ζεχαρβάλιασε στο δρόμο.

    5. χωρίζομαι, διαμοιράζομαι, κατανέμομαι, κομματιάζομαι. || χωρίζω, διαζευγνύομαι• παίρνω διαζύγιο.

    Большой русско-греческий словарь > разбить

См. также в других словарях:

  • παράλυση — (Ιατρ.). Oνομάζεται και πάρεση. Ο όρος π. σημαίνει την κατάλυση της εκούσιας ή ακούσιας (αντανακλαστικής ή αυτόματης) κινητικότητας, εξαιτίας της απώλειας της κινητικής λειτουργίας σε ένα οποιοδήποτε σημείο μεταξύ του φλοιού του εγκέφαλου και της …   Dictionary of Greek

  • παράλυση — η 1. (ιατρ.), απώλεια ή ελάττωση της κινητικής δυνατότητας των μυών: Έπαθε παράλυση των κάτω άκρων. 2. μτφ., σταμάτημα ή ελάττωση δραστηριότητας, ακινητοποίηση μέσων, αδράνεια: Η απεργία των λιμενεργατών έφερε παράλυση στη ζωή του λιμανιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραλύσῃ — παραλύσηι , παράλυσις secret fem dat sg (epic) παραλύ̱σῃ , παραλύω loose and take off aor subj mid 2nd sg παραλύ̱σῃ , παραλύω loose and take off aor subj act 3rd sg παραλύ̱σῃ , παραλύω loose and take off fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιομυελίτιδα — Νόσος λοιμώδης, η οποία οφείλεται σε ιό που προκαλεί φλεγμονή και καταστροφή της φαιάς ουσίας των μπροστινών κεράτων του νωτιαίου μυελού και έχει ως αποτέλεσμα την παράλυση και την ατροφία των εξαρτώμενων μυών. Από τους διάφορους ορολογικούς… …   Dictionary of Greek

  • αποπληξία — Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από απότομη απώλεια της συνείδησης (εγκεφαλικό ίκτους), της κινητικότητας και της αισθητικότητας και οφείλεται συνήθως σε εγκεφαλική αιμορραγία, μπορεί όμως να προκληθεί και από θρόμβωση ή εμβολή αιμοφόρου αγγείου του… …   Dictionary of Greek

  • παραλυτικός — ή, ό, ΝΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παράλυση 2. αυτός που πάσχει από μία μορφή παραλύσεως («παραλυτικά άκρα») 3. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο παραλυτικός και η παραλυτική άτομο που πάσχει από παράλυση νεοελλ. 1. αυτός που επιφέρει,… …   Dictionary of Greek

  • παραλύω — ΝΜΑ, και παραλώ Ν 1. επιφέρω αδυναμία, προκαλώ εξασθένηση και χαύνωση, εξαντλώ (α. «η πείνα μέ έχει παραλύσει» β. «κἄν ἐπιμείνῃ τις, παρέλυσεν, ἐλωβήσατο», Πλάτ.) 2. (το ενεργ. και το παθ.) χάνω τη δύναμη μου, εξασθενώ (α. «ταράττεται η ψυχή μας …   Dictionary of Greek

  • παραπληγία — (Ιατρ.). Η παράλυση και των δύο κάτω ή δύο άνω άκρων. Είναι αποτέλεσμα οργανικών παθήσεων του νευρικού συστήματος (οργανική π.). Σε μερικές περιπτώσεις είναι αποτέλεσμα ψυχογενών διαταραχών, όπως η π. στην υστερία. * * * και παραπληξία, η / ιων.… …   Dictionary of Greek

  • πάρεση — Bλ. λ. παράλυση. * * * η / πάρεσις, εως, Ν Μ Α [παρίημι] χαλάρωση νεοελλ. ιατρ. ελαφρά, ατελής παράλυση η οποία εκδηλώνεται με ελάττωση τής μυϊκής ισχύος τού προσβληθέντος μυός μσν. μτφ. ηθική κατάπτωση ως συνέπεια αμαρτιών αρχ. 1. απομάκρυνση,… …   Dictionary of Greek

  • παράλυτος — η, ο / παράλυτος, ον, ΝΜΑ [παραλύω] 1. αυτός που πάσχει από παράλυση, που έχει πάθει μερική ή γενική παράλυση 2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο παράλυτος και η παράλυτη άτομο που πάσχει από παράλυση, ο παραλυτικός 3. φρ. «Κυριακή τού Παραλύτου»… …   Dictionary of Greek

  • σπαστικός — (Ιατρ.). Το άτομο που παρουσιάζει αθέλητη, έντονη και διαρκή συστολή διάφορων μυών, τόσο των γραμμωτών, όσο και των λείων. Οι σπαστικές αυτές συστολές συνοδεύονται συνήθως από πόνους. Ο σπασμός των μυών των αρτηριακών αγγείων των διαφόρων οργάνων …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»